λιθοτόμος

λιθοτόμος
λῐθοτόμ-ος (parox.), ον,
A for cutting stones,

ὄργανα Agath.1.10

: Subst. λ., , prob. for λιθοδόμος in X.Cyr.3.2.11; quarryman, IG12.347.36, 22.1680.4; mason, Gal.Thras.43, PAmh.2.76.9 (ii/iii A.D.).
II Subst., λ., , surgeon who cuts for the stone, Gal.1.125, Thras.24; but, who cuts the stone (internally), Ammonius

ὁ λ. Cels.7.26.3

.
b λ., τό, knife for cutting for the stone, Paul.Aeg.6.60.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιθοτόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθότομος — for cutting stones masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμος — ο (Α λιθοτόμος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθοτόμος αυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, λατόμος αρχ. 1. ο κατάλληλος για τη θραύση λίθων 2. το αρσ. ως ουσ. α) κτίστης β) χειρουργός που αφαιρούσε τους λίθους τής κύστης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοτόμον… …   Dictionary of Greek

  • λιθοτόμου — λιθότομος for cutting stones masc/fem/neut gen sg λιθοτόμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμους — λιθότομος for cutting stones masc/fem acc pl λιθοτόμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμων — λιθότομος for cutting stones masc/fem/neut gen pl λιθοτόμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμῳ — λιθότομος for cutting stones masc/fem/neut dat sg λιθοτόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμοι — λιθοτόμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτόμον — λιθοτόμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • λιθοτόμιον — λιθοτόμιον, τὸ (Α) το χειρουργικό εργαλείο λιθοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοτόμον, χειρουργικό εργαλείο (βλ. λιθοτόμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”